ευκατάσχετος

ευκατάσχετος
εὐκατάσχετος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να σταματήσει, να συγκρατήσει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-σχετος (< κατ-έχω), πρβλ. α-κατά-σχετος, δυσ-κατά-σχετος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εὐκατασχετώτερον — εὐκατάσχετος easily held fast masc acc comp sg εὐκατάσχετος easily held fast neut nom/voc/acc comp sg εὐκατάσχετος easily held fast adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκάτοχος — εὐκάτοχος, ον (ΑΜ) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να συγκρατήσει εύκολα, ο ευκατάσχετος μσν. εκείνος που διατηρείται, που διαφυλάσσεται καλά και εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κάτ οχος (< κατ έχω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”